νηπιοφανής

νηπιοφανής
νηπιοφανής, -ές (Μ)
αυτός που φαίνεται σαν νήπιο, που έχει όψη νηπίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + -φανής (< θ. φαν- πρβλ. -φάν-ην, αόρ. τού φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ιππο-φανής, νεβρο-φανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”